- τελωνίδα
- και λόγιος τ. τελωνίς, η, Νναυτ. πλοιάριο το οποίο χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα από τις τελωνειακές αρχές για την κατά θάλασσα δίωξη τού λαθρεμπορίου και σήμερα χρησιμοποιείται για τις μετακινήσεις τών τελωνειακών υπαλλήλων από και προς τα πλοία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης + επίθημα -ίς, -ίδος / -ίδα (πρβλ. ναυαρχ-ίδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.